- ἁμαξηγός
- ἁμαξηγόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαξηγός — ἁμαξηγός, ο (Μ) οδηγός άμαξας, ηνίοχος, αμαξηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + αγός < ἄγω, με επίδραση τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το η ( ηγός) τού β΄ συνθετικού] … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek